- καραμπογιά
- η(λ. τουρκ.), μαύρη βαφή: Μουστάκι μου καραμπογιά και φρύδι μου γραμμένο (δημ. τραγ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καραμπογιά — η 1. άνυδρο θειικό υποξείδιο τού σιδήρου, χημική ουσία που χρησιμοποιείται ως μαύρη βαφή 2. κάθε μαύρη βαφή ή καθετί που είναι κατάμαυρο («μαλλιά καραμπογιά»). [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. τού τουρκ. kara boya] … Dictionary of Greek
μελαντηρία — η (ΑM μελαντηρία) μαύρη μεταλλική βαφή τών δερμάτων, κν. καραμπογιά («ἀναπηδήσας εὐθὺς ἀνυπόδητος οὐδὲ τὴν μελαντηρίαν ἀπονιψάμενος εἱπόμην», Λουκιαν.) μσν. μαύρη απόχρωση, μαυρίλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μελαίνω + επίθημα τηρία μέσω ενός αμάρτυρου… … Dictionary of Greek